Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἰνδοσκυθία
ἴνδουρος
Ἰνεῖον
ἰνέω
ἰνηθμός
ἰνίον
ἶνις
ἰνόω
ἰντέρρηξ
ἴντυβος
Ἰνώ
ἰνώδης
Ἰνωπός
ἴξ
ἰξαλῆ
ἴξαλος
ἴξευμα
ἰξευτήρ
ἰξευτήριος
ἰξευτής
ἰξευτικός
View word page
Ἰνώ
Ino
ShortDef
Ino
Debugging
Headword:
Ἰνώ
Headword (normalized):
ἰνώ
Headword (normalized/stripped):
ινω
IDX:
42720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42721
Key:
Data
{'content': 'Ino'}