Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἰνδός
Ἰνδοσκυθία
ἴνδουρος
Ἰνεῖον
ἰνέω
ἰνηθμός
ἰνίον
ἶνις
ἰνόω
ἰντέρρηξ
ἴντυβος
Ἰνώ
ἰνώδης
Ἰνωπός
ἴξ
ἰξαλῆ
ἴξαλος
ἴξευμα
ἰξευτήρ
ἰξευτήριος
ἰξευτής
View word page
ἴντυβος
endive
ShortDef
endive
Debugging
Headword:
ἴντυβος
Headword (normalized):
ἴντυβος
Headword (normalized/stripped):
ιντυβος
IDX:
42719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42720
Key:
Data
{'content': 'endive'}