Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμαθῖτις
ἄμαθος
Ἀμαθοῦς
ἀμαθύνω
ἀμαθώδης
ἀμαίευτος
ἀμαιμάκετος
ἁμάκις
ἀμαλακιστία
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
ἀμαλλοδετήρ
ἄμαλλος
ἄμαλλος2
View word page
ἀμαλάπτω
destroy, efface
ShortDef
destroy, efface
Debugging
Headword:
ἀμαλάπτω
Headword (normalized):
ἀμαλάπτω
Headword (normalized/stripped):
αμαλαπτω
IDX:
4271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4272
Key:
Data
{'content': 'destroy, efface'}