Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἴνδαλμα
ἰνδαλμός
ἰνδάριον
ἰνδικοπλάστης
Ἰνδικός
Ἰνδιστί
Ἰνδογενής
Ἰνδολέτης
Ἰνδός
Ἰνδοσκυθία
ἴνδουρος
Ἰνεῖον
ἰνέω
ἰνηθμός
ἰνίον
ἶνις
ἰνόω
ἰντέρρηξ
ἴντυβος
Ἰνώ
ἰνώδης
View word page
ἴνδουρος
mole

ShortDef

mole

Debugging

Headword:
ἴνδουρος
Headword (normalized):
ἴνδουρος
Headword (normalized/stripped):
ινδουρος
IDX:
42711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42712
Key:

Data

{'content': 'mole'}