Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἴμοροι
ἵνα
ἰναία
ἰνάριον
Ἰνάρως
Ἰνάχειος
Ἴναχος
ἰνδάλλομαι
ἴνδαλμα
ἰνδαλμός
ἰνδάριον
ἰνδικοπλάστης
Ἰνδικός
Ἰνδιστί
Ἰνδογενής
Ἰνδολέτης
Ἰνδός
Ἰνδοσκυθία
ἴνδουρος
Ἰνεῖον
ἰνέω
View word page
ἰνδάριον
eye-salve

ShortDef

eye-salve

Debugging

Headword:
ἰνδάριον
Headword (normalized):
ἰνδάριον
Headword (normalized/stripped):
ινδαριον
IDX:
42703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42704
Key:

Data

{'content': 'eye-salve'}