Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱμονιοστρόφος
ἴμοροι
ἵνα
ἰναία
ἰνάριον
Ἰνάρως
Ἰνάχειος
Ἴναχος
ἰνδάλλομαι
ἴνδαλμα
ἰνδαλμός
ἰνδάριον
ἰνδικοπλάστης
Ἰνδικός
Ἰνδιστί
Ἰνδογενής
Ἰνδολέτης
Ἰνδός
Ἰνδοσκυθία
ἴνδουρος
Ἰνεῖον
View word page
ἰνδαλμός
form, appearance

ShortDef

form, appearance

Debugging

Headword:
ἰνδαλμός
Headword (normalized):
ἰνδαλμός
Headword (normalized/stripped):
ινδαλμος
IDX:
42702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42703
Key:

Data

{'content': 'form, appearance'}