Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱμεροθαλής
ἱμερόνους
ἱμερόομαι
ἱμερόπνους
ἵμερος
ἱμερόφρων
ἱμερόφωνος
ἱμερτός
ἰμέσος
ἴμεστος
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἴμοροι
ἵνα
ἰναία
ἰνάριον
Ἰνάρως
Ἰνάχειος
Ἴναχος
ἰνδάλλομαι
ἴνδαλμα
View word page
ἱμονιά
the rope of a draw-well

ShortDef

the rope of a draw-well

Debugging

Headword:
ἱμονιά
Headword (normalized):
ἱμονιά
Headword (normalized/stripped):
ιμονια
IDX:
42691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42692
Key:

Data

{'content': 'the rope of a draw-well'}