Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀμάθεια
ἀμαθής
ἀμαθία
ἀμαθῖτις
ἄμαθος
Ἀμαθοῦς
ἀμαθύνω
ἀμαθώδης
ἀμαίευτος
ἀμαιμάκετος
ἁμάκις
ἀμαλακιστία
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
ἀμαλλεῖον
ἀμαλλεύω
View word page
ἁμάκις
-qui-
ShortDef
-qui-
Debugging
Headword:
ἁμάκις
Headword (normalized):
ἁμάκις
Headword (normalized/stripped):
αμακις
IDX:
4268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4269
Key:
Data
{'content': '-qui-'}