Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱμεράμπυξ
ἱμερόγυιος
ἱμερόεις
ἱμεροθαλής
ἱμερόνους
ἱμερόομαι
ἱμερόπνους
ἵμερος
ἱμερόφρων
ἱμερόφωνος
ἱμερτός
ἰμέσος
ἴμεστος
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἴμοροι
ἵνα
ἰναία
ἰνάριον
Ἰνάρως
Ἰνάχειος
View word page
ἱμερτός
longed for, lovely

ShortDef

longed for, lovely

Debugging

Headword:
ἱμερτός
Headword (normalized):
ἱμερτός
Headword (normalized/stripped):
ιμερτος
IDX:
42688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42689
Key:

Data

{'content': 'longed for, lovely'}