Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἱμέρα
Ἱμεραῖος
ἱμεράμπυξ
ἱμερόγυιος
ἱμερόεις
ἱμεροθαλής
ἱμερόνους
ἱμερόομαι
ἱμερόπνους
ἵμερος
ἱμερόφρων
ἱμερόφωνος
ἱμερτός
ἰμέσος
ἴμεστος
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἴμοροι
ἵνα
ἰναία
ἰνάριον
View word page
ἱμερόφρων
lovely in spirit
ShortDef
lovely in spirit
Debugging
Headword:
ἱμερόφρων
Headword (normalized):
ἱμερόφρων
Headword (normalized/stripped):
ιμεροφρων
IDX:
42686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42687
Key:
Data
{'content': 'lovely in spirit'}