Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἴμβριος
Ἴμβρος
ἱμείρω
Ἱμέρα
Ἱμεραῖος
ἱμεράμπυξ
ἱμερόγυιος
ἱμερόεις
ἱμεροθαλής
ἱμερόνους
ἱμερόομαι
ἱμερόπνους
ἵμερος
ἱμερόφρων
ἱμερόφωνος
ἱμερτός
ἰμέσος
ἴμεστος
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἴμοροι
View word page
ἱμερόομαι
have sexual intercourse with
ShortDef
have sexual intercourse with
Debugging
Headword:
ἱμερόομαι
Headword (normalized):
ἱμερόομαι
Headword (normalized/stripped):
ιμεροομαι
IDX:
42683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42684
Key:
Data
{'content': 'have sexual intercourse with'}