Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλάκιον
ἱματιοφύλαξ
ἱματισμός
ἱμάω
Ἴμβριος
Ἴμβρος
ἱμείρω
Ἱμέρα
Ἱμεραῖος
ἱμεράμπυξ
ἱμερόγυιος
ἱμερόεις
ἱμεροθαλής
View word page
ἱματισμός
clothing, apparel

ShortDef

clothing, apparel

Debugging

Headword:
ἱματισμός
Headword (normalized):
ἱματισμός
Headword (normalized/stripped):
ιματισμος
IDX:
42671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42672
Key:

Data

{'content': 'clothing, apparel'}