Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱματιομίσθης
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλάκιον
ἱματιοφύλαξ
ἱματισμός
ἱμάω
Ἴμβριος
Ἴμβρος
ἱμείρω
Ἱμέρα
Ἱμεραῖος
ἱμεράμπυξ
ἱμερόγυιος
ἱμερόεις
View word page
ἱματιοφύλαξ
keeper of the wardrobe

ShortDef

keeper of the wardrobe

Debugging

Headword:
ἱματιοφύλαξ
Headword (normalized):
ἱματιοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
ιματιοφυλαξ
IDX:
42670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42671
Key:

Data

{'content': 'keeper of the wardrobe'}