Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλάκιον
ἱματιοφύλαξ
ἱματισμός
ἱμάω
Ἴμβριος
Ἴμβρος
ἱμείρω
Ἱμέρα
Ἱμεραῖος
ἱμεράμπυξ
ἱμερόγυιος
View word page
ἱματιοφυλάκιον
wardrobe
ShortDef
wardrobe
Debugging
Headword:
ἱματιοφυλάκιον
Headword (normalized):
ἱματιοφυλάκιον
Headword (normalized/stripped):
ιματιοφυλακιον
IDX:
42669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42670
Key:
Data
{'content': 'wardrobe'}