Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
Ἀμάθεια
ἀμαθής
ἀμαθία
ἀμαθῖτις
ἄμαθος
Ἀμαθοῦς
ἀμαθύνω
ἀμαθώδης
ἀμαίευτος
ἀμαιμάκετος
ἁμάκις
ἀμαλακιστία
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
ἄμαλλα
View word page
ἀμαίευτος
not yet delivered
ShortDef
not yet delivered
Debugging
Headword:
ἀμαίευτος
Headword (normalized):
ἀμαίευτος
Headword (normalized/stripped):
αμαιευτος
IDX:
4266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4267
Key:
Data
{'content': 'not yet delivered'}