Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλάκιον
ἱματιοφύλαξ
ἱματισμός
ἱμάω
Ἴμβριος
Ἴμβρος
ἱμείρω
Ἱμέρα
Ἱμεραῖος
ἱμεράμπυξ
View word page
ἱματιοφυλακέω
to take care of clothes

ShortDef

to take care of clothes

Debugging

Headword:
ἱματιοφυλακέω
Headword (normalized):
ἱματιοφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
ιματιοφυλακεω
IDX:
42668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42669
Key:

Data

{'content': 'to take care of clothes'}