Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλάκιον
ἱματιοφύλαξ
ἱματισμός
ἱμάω
Ἴμβριος
Ἴμβρος
ἱμείρω
Ἱμέρα
View word page
ἱματιουργικός
skilled in making clothes
ShortDef
skilled in making clothes
Debugging
Headword:
ἱματιουργικός
Headword (normalized):
ἱματιουργικός
Headword (normalized/stripped):
ιματιουργικος
IDX:
42666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42667
Key:
Data
{'content': 'skilled in making clothes'}