Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱματεύομαι
ἱματηγός
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλάκιον
ἱματιοφύλαξ
ἱματισμός
ἱμάω
Ἴμβριος
View word page
ἱματιοποιΐα
clothes-making

ShortDef

clothes-making

Debugging

Headword:
ἱματιοποιΐα
Headword (normalized):
ἱματιοποιΐα
Headword (normalized/stripped):
ιματιοποιια
IDX:
42663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42664
Key:

Data

{'content': 'clothes-making'}