Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱμασσία
ἱμάσσω
ἱματεύομαι
ἱματηγός
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλάκιον
ἱματιοφύλαξ
ἱματισμός
View word page
ἱμάτιον
an outer garment, a cloak

ShortDef

an outer garment, a cloak

Debugging

Headword:
ἱμάτιον
Headword (normalized):
ἱμάτιον
Headword (normalized/stripped):
ιματιον
IDX:
42661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42662
Key:

Data

{'content': 'an outer garment, a cloak'}