Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱμάσκω
ἱμασσία
ἱμάσσω
ἱματεύομαι
ἱματηγός
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλάκιον
ἱματιοφύλαξ
View word page
ἱματιομίσθης
one who lets out actor's costumes
ShortDef
one who lets out actor's costumes
Debugging
Headword:
ἱματιομίσθης
Headword (normalized):
ἱματιομίσθης
Headword (normalized/stripped):
ιματιομισθης
IDX:
42660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42661
Key:
Data
{'content': "one who lets out actor's costumes"}