Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱμάσθλη
ἱμάσκω
ἱμασσία
ἱμάσσω
ἱματεύομαι
ἱματηγός
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλάκιον
View word page
ἱματιοκλέπτης
clothes-stealer

ShortDef

clothes-stealer

Debugging

Headword:
ἱματιοκλέπτης
Headword (normalized):
ἱματιοκλέπτης
Headword (normalized/stripped):
ιματιοκλεπτης
IDX:
42659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42660
Key:

Data

{'content': 'clothes-stealer'}