Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀμαζονομαχία
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
Ἀμάθεια
ἀμαθής
ἀμαθία
ἀμαθῖτις
ἄμαθος
Ἀμαθοῦς
ἀμαθύνω
ἀμαθώδης
ἀμαίευτος
ἀμαιμάκετος
ἁμάκις
ἀμαλακιστία
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
ἀμαλητόμος
ἀμάλθακτος
Ἀμάλθεια
View word page
ἀμαθώδης
sandy

ShortDef

sandy

Debugging

Headword:
ἀμαθώδης
Headword (normalized):
ἀμαθώδης
Headword (normalized/stripped):
αμαθωδης
IDX:
4265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4266
Key:

Data

{'content': 'sandy'}