Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱμάς
ἱμάσθλη
ἱμάσκω
ἱμασσία
ἱμάσσω
ἱματεύομαι
ἱματηγός
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
View word page
ἱματιοκάπηλος
a clothes-seller

ShortDef

a clothes-seller

Debugging

Headword:
ἱματιοκάπηλος
Headword (normalized):
ἱματιοκάπηλος
Headword (normalized/stripped):
ιματιοκαπηλος
IDX:
42658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42659
Key:

Data

{'content': 'a clothes-seller'}