Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱμαοιδός
ἱμάς
ἱμάσθλη
ἱμάσκω
ἱμασσία
ἱμάσσω
ἱματεύομαι
ἱματηγός
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφορίς
View word page
ἱματιοθήκη
wardrobe
ShortDef
wardrobe
Debugging
Headword:
ἱματιοθήκη
Headword (normalized):
ἱματιοθήκη
Headword (normalized/stripped):
ιματιοθηκη
IDX:
42657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42658
Key:
Data
{'content': 'wardrobe'}