Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱμάντωσις
ἱμαοιδός
ἱμάς
ἱμάσθλη
ἱμάσκω
ἱμασσία
ἱμάσσω
ἱματεύομαι
ἱματηγός
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
View word page
ἱματίζω
to clothe

ShortDef

to clothe

Debugging

Headword:
ἱματίζω
Headword (normalized):
ἱματίζω
Headword (normalized/stripped):
ιματιζω
IDX:
42656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42657
Key:

Data

{'content': 'to clothe'}