Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱμαντώδης
ἱμάντωμα
ἱμάντωσις
ἱμαοιδός
ἱμάς
ἱμάσθλη
ἱμάσκω
ἱμασσία
ἱμάσσω
ἱματεύομαι
ἱματηγός
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπώλης
View word page
ἱματηγός
loaded with apparel

ShortDef

loaded with apparel

Debugging

Headword:
ἱματηγός
Headword (normalized):
ἱματηγός
Headword (normalized/stripped):
ιματηγος
IDX:
42654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42655
Key:

Data

{'content': 'loaded with apparel'}