Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱμαντόω
ἱμαντώδης
ἱμάντωμα
ἱμάντωσις
ἱμαοιδός
ἱμάς
ἱμάσθλη
ἱμάσκω
ἱμασσία
ἱμάσσω
ἱματεύομαι
ἱματηγός
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοποιΐα
View word page
ἱματεύομαι
to be a clothier

ShortDef

to be a clothier

Debugging

Headword:
ἱματεύομαι
Headword (normalized):
ἱματεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ιματευομαι
IDX:
42653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42654
Key:

Data

{'content': 'to be a clothier'}