Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱμαντοπέδη
ἱμαντόπους
ἱμαντοτομέω
ἱμαντόω
ἱμαντώδης
ἱμάντωμα
ἱμάντωσις
ἱμαοιδός
ἱμάς
ἱμάσθλη
ἱμάσκω
ἱμασσία
ἱμάσσω
ἱματεύομαι
ἱματηγός
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
View word page
ἱμάσκω
flog
ShortDef
flog
Debugging
Headword:
ἱμάσκω
Headword (normalized):
ἱμάσκω
Headword (normalized/stripped):
ιμασκω
IDX:
42650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42651
Key:
Data
{'content': 'flog'}