Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱμαντοπάροχος
ἱμαντοπέδη
ἱμαντόπους
ἱμαντοτομέω
ἱμαντόω
ἱμαντώδης
ἱμάντωμα
ἱμάντωσις
ἱμαοιδός
ἱμάς
ἱμάσθλη
ἱμάσκω
ἱμασσία
ἱμάσσω
ἱματεύομαι
ἱματηγός
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
View word page
ἱμάσθλη
the thong

ShortDef

the thong

Debugging

Headword:
ἱμάσθλη
Headword (normalized):
ἱμάσθλη
Headword (normalized/stripped):
ιμασθλη
IDX:
42649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42650
Key:

Data

{'content': 'the thong'}