Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱμαντομάχος
ἱμαντοπάροχος
ἱμαντοπέδη
ἱμαντόπους
ἱμαντοτομέω
ἱμαντόω
ἱμαντώδης
ἱμάντωμα
ἱμάντωσις
ἱμαοιδός
ἱμάς
ἱμάσθλη
ἱμάσκω
ἱμασσία
ἱμάσσω
ἱματεύομαι
ἱματηγός
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
View word page
ἱμάς
a leathern strap
ShortDef
a leathern strap
Debugging
Headword:
ἱμάς
Headword (normalized):
ἱμάς
Headword (normalized/stripped):
ιμας
IDX:
42648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42649
Key:
Data
{'content': 'a leathern strap'}