Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱμαντισμός
ἱμαντόδεσμος
ἱμαντόδετος
ἱμαντομάχος
ἱμαντοπάροχος
ἱμαντοπέδη
ἱμαντόπους
ἱμαντοτομέω
ἱμαντόω
ἱμαντώδης
ἱμάντωμα
ἱμάντωσις
ἱμαοιδός
ἱμάς
ἱμάσθλη
ἱμάσκω
ἱμασσία
ἱμάσσω
ἱματεύομαι
ἱματηγός
ἱματίδιον
View word page
ἱμάντωμα
hawser
ShortDef
hawser
Debugging
Headword:
ἱμάντωμα
Headword (normalized):
ἱμάντωμα
Headword (normalized/stripped):
ιμαντωμα
IDX:
42645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42646
Key:
Data
{'content': 'hawser'}