Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱμαντελικτής
ἱμάντηρις
ἱμάντινος
ἱμάντιον
ἱμαντισμός
ἱμαντόδεσμος
ἱμαντόδετος
ἱμαντομάχος
ἱμαντοπάροχος
ἱμαντοπέδη
ἱμαντόπους
ἱμαντοτομέω
ἱμαντόω
ἱμαντώδης
ἱμάντωμα
ἱμάντωσις
ἱμαοιδός
ἱμάς
ἱμάσθλη
ἱμάσκω
ἱμασσία
View word page
ἱμαντόπους
spindle-shanked
ShortDef
spindle-shanked
Debugging
Headword:
ἱμαντόπους
Headword (normalized):
ἱμαντόπους
Headword (normalized/stripped):
ιμαντοπους
IDX:
42641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42642
Key:
Data
{'content': 'spindle-shanked'}