Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰλυσπαστικός
ἰλύω
ἰλυώδης
ἱμαῖος
ἱμαλίς
ἱμαντάριον
ἱμαντελιγμός
ἱμαντελικτής
ἱμάντηρις
ἱμάντινος
ἱμάντιον
ἱμαντισμός
ἱμαντόδεσμος
ἱμαντόδετος
ἱμαντομάχος
ἱμαντοπάροχος
ἱμαντοπέδη
ἱμαντόπους
ἱμαντοτομέω
ἱμαντόω
ἱμαντώδης
View word page
ἱμάντιον
strap
ShortDef
strap
Debugging
Headword:
ἱμάντιον
Headword (normalized):
ἱμάντιον
Headword (normalized/stripped):
ιμαντιον
IDX:
42634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42635
Key:
Data
{'content': 'strap'}