Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀμαζόνες
Ἀμαζονικός
Ἀμαζονίς
Ἀμαζονομαχία
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
Ἀμάθεια
ἀμαθής
ἀμαθία
ἀμαθῖτις
ἄμαθος
Ἀμαθοῦς
ἀμαθύνω
ἀμαθώδης
ἀμαίευτος
ἀμαιμάκετος
ἁμάκις
ἀμαλακιστία
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
ἀμαλδύνω
View word page
ἄμαθος
sandy soil

ShortDef

sandy soil

Debugging

Headword:
ἄμαθος
Headword (normalized):
ἄμαθος
Headword (normalized/stripped):
αμαθος
IDX:
4262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4263
Key:

Data

{'content': 'sandy soil'}