Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἰλλυρίς
Ἰλλυριῶτις
ἴλλω
ἰλλώδης
ἰλλωπέω
ἴλλωσις
Ἰλοραίστης
Ἶλος
ἴλυμα
ἰλυόεις
ἰλυός
ἰλύς
ἰλυσπάομαι
ἰλύσπασις
ἰλυσπαστικός
ἰλύω
ἰλυώδης
ἱμαῖος
ἱμαλίς
ἱμαντάριον
ἱμαντελιγμός
View word page
ἰλυός
den, lair
ShortDef
den, lair
Debugging
Headword:
ἰλυός
Headword (normalized):
ἰλυός
Headword (normalized/stripped):
ιλυος
IDX:
42620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42621
Key:
Data
{'content': 'den, lair'}