Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀμάδοκος
Ἀμαζόνες
Ἀμαζονικός
Ἀμαζονίς
Ἀμαζονομαχία
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
Ἀμάθεια
ἀμαθής
ἀμαθία
ἀμαθῖτις
ἄμαθος
Ἀμαθοῦς
ἀμαθύνω
ἀμαθώδης
ἀμαίευτος
ἀμαιμάκετος
ἁμάκις
ἀμαλακιστία
ἀμάλακτος
ἀμαλάπτω
View word page
ἀμαθῖτις
dwelling in sand
ShortDef
dwelling in sand
Debugging
Headword:
ἀμαθῖτις
Headword (normalized):
ἀμαθῖτις
Headword (normalized/stripped):
αμαθιτις
IDX:
4261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4262
Key:
Data
{'content': 'dwelling in sand'}