Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰλλαίνω
ἰλλάς
ἰλλίζω
ἰλλός
Ἰλλυρικός
Ἰλλυριοί
Ἰλλυρίς
Ἰλλυριῶτις
ἴλλω
ἰλλώδης
ἰλλωπέω
ἴλλωσις
Ἰλοραίστης
Ἶλος
ἴλυμα
ἰλυόεις
ἰλυός
ἰλύς
ἰλυσπάομαι
ἰλύσπασις
ἰλυσπαστικός
View word page
ἰλλωπέω
squint
ShortDef
squint
Debugging
Headword:
ἰλλωπέω
Headword (normalized):
ἰλλωπέω
Headword (normalized/stripped):
ιλλωπεω
IDX:
42614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42615
Key:
Data
{'content': 'squint'}