Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἰλιορραίστης
Ἴλιος
Ἴλιος2
ἰλις
Ἰλισιάς
Ἰλισός
ἰλλάζω
ἰλλαίνω
ἰλλάς
ἰλλίζω
ἰλλός
Ἰλλυρικός
Ἰλλυριοί
Ἰλλυρίς
Ἰλλυριῶτις
ἴλλω
ἰλλώδης
ἰλλωπέω
ἴλλωσις
Ἰλοραίστης
Ἶλος
View word page
ἰλλός
squinting

ShortDef

squinting

Debugging

Headword:
ἰλλός
Headword (normalized):
ἰλλός
Headword (normalized/stripped):
ιλλος
IDX:
42607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42608
Key:

Data

{'content': 'squinting'}