Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἴλιον
Ἰλιοπόρος
Ἰλιορραίστης
Ἴλιος
Ἴλιος2
ἰλις
Ἰλισιάς
Ἰλισός
ἰλλάζω
ἰλλαίνω
ἰλλάς
ἰλλίζω
ἰλλός
Ἰλλυρικός
Ἰλλυριοί
Ἰλλυρίς
Ἰλλυριῶτις
ἴλλω
ἰλλώδης
ἰλλωπέω
ἴλλωσις
View word page
ἰλλάς
a rope, band

ShortDef

a rope, band

Debugging

Headword:
ἰλλάς
Headword (normalized):
ἰλλάς
Headword (normalized/stripped):
ιλλας
IDX:
42605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42606
Key:

Data

{'content': 'a rope, band'}