Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἰλιακός
Ἰλιάς
ἰλιγγιάω
ἰλιγγιώδης
ἴλιγγος
ἶλιγξ
Ἰλιεύς
Ἰλιόθεν
Ἰλιόθι
Ἴλιον
Ἰλιοπόρος
Ἰλιορραίστης
Ἴλιος
Ἴλιος2
ἰλις
Ἰλισιάς
Ἰλισός
ἰλλάζω
ἰλλαίνω
ἰλλάς
ἰλλίζω
View word page
Ἰλιοπόρος
faring to Ilium

ShortDef

faring to Ilium

Debugging

Headword:
Ἰλιοπόρος
Headword (normalized):
ἰλιοπόρος
Headword (normalized/stripped):
ιλιοπορος
IDX:
42596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42597
Key:

Data

{'content': 'faring to Ilium'}