Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἅμα
ἁμᾶ
ἁμαδέον
Ἀμάδοκος
Ἀμαζόνες
Ἀμαζονικός
Ἀμαζονίς
Ἀμαζονομαχία
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
Ἀμάθεια
ἀμαθής
ἀμαθία
ἀμαθῖτις
ἄμαθος
Ἀμαθοῦς
ἀμαθύνω
ἀμαθώδης
ἀμαίευτος
ἀμαιμάκετος
ἁμάκις
View word page
Ἀμάθεια
Amathea

ShortDef

Amathea

Debugging

Headword:
Ἀμάθεια
Headword (normalized):
ἀμάθεια
Headword (normalized/stripped):
αμαθεια
IDX:
4258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4259
Key:

Data

{'content': 'Amathea'}