Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱλάσκομαι
ἵλασμα
ἱλασμός
ἱλαστήριος
ἱλαστής
ἱλατήριον
Ἰλέρδα
ἱλέωσις
ἴλη
Ἰλήϊος
ἱλήκω
ἵλημι
Ἰλιάδαι
Ἰλιάδας
Ἰλιακός
Ἰλιάς
ἰλιγγιάω
ἰλιγγιώδης
ἴλιγγος
ἶλιγξ
Ἰλιεύς
View word page
ἱλήκω
to be gracious

ShortDef

to be gracious

Debugging

Headword:
ἱλήκω
Headword (normalized):
ἱλήκω
Headword (normalized/stripped):
ιληκω
IDX:
42582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42583
Key:

Data

{'content': 'to be gracious'}