Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱλαρῶπις
ἱλάσιμος
ἱλάσκομαι
ἵλασμα
ἱλασμός
ἱλαστήριος
ἱλαστής
ἱλατήριον
Ἰλέρδα
ἱλέωσις
ἴλη
Ἰλήϊος
ἱλήκω
ἵλημι
Ἰλιάδαι
Ἰλιάδας
Ἰλιακός
Ἰλιάς
ἰλιγγιάω
ἰλιγγιώδης
ἴλιγγος
View word page
ἴλη
a crowd, band, troop

ShortDef

a crowd, band, troop

Debugging

Headword:
ἴλη
Headword (normalized):
ἴλη
Headword (normalized/stripped):
ιλη
IDX:
42580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42581
Key:

Data

{'content': 'a crowd, band, troop'}