Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱλαρόω
ἰλάρχης
ἰλαρχία
ἴλαρχος
ἱλαρῳδός
ἱλαρῶπις
ἱλάσιμος
ἱλάσκομαι
ἵλασμα
ἱλασμός
ἱλαστήριος
ἱλαστής
ἱλατήριον
Ἰλέρδα
ἱλέωσις
ἴλη
Ἰλήϊος
ἱλήκω
ἵλημι
Ἰλιάδαι
Ἰλιάδας
View word page
ἱλαστήριος
propitiatory
ShortDef
propitiatory
Debugging
Headword:
ἱλαστήριος
Headword (normalized):
ἱλαστήριος
Headword (normalized/stripped):
ιλαστηριος
IDX:
42575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42576
Key:
Data
{'content': 'propitiatory'}