Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱλαρότης
ἱλαροτραγῳδία
ἱλαρόω
ἰλάρχης
ἰλαρχία
ἴλαρχος
ἱλαρῳδός
ἱλαρῶπις
ἱλάσιμος
ἱλάσκομαι
ἵλασμα
ἱλασμός
ἱλαστήριος
ἱλαστής
ἱλατήριον
Ἰλέρδα
ἱλέωσις
ἴλη
Ἰλήϊος
ἱλήκω
ἵλημι
View word page
ἵλασμα
propitiation

ShortDef

propitiation

Debugging

Headword:
ἵλασμα
Headword (normalized):
ἵλασμα
Headword (normalized/stripped):
ιλασμα
IDX:
42573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42574
Key:

Data

{'content': 'propitiation'}