Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱλαρός
ἱλαρότης
ἱλαροτραγῳδία
ἱλαρόω
ἰλάρχης
ἰλαρχία
ἴλαρχος
ἱλαρῳδός
ἱλαρῶπις
ἱλάσιμος
ἱλάσκομαι
ἵλασμα
ἱλασμός
ἱλαστήριος
ἱλαστής
ἱλατήριον
Ἰλέρδα
ἱλέωσις
ἴλη
Ἰλήϊος
ἱλήκω
View word page
ἱλάσκομαι
to appease

ShortDef

to appease

Debugging

Headword:
ἱλάσκομαι
Headword (normalized):
ἱλάσκομαι
Headword (normalized/stripped):
ιλασκομαι
IDX:
42572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42573
Key:

Data

{'content': 'to appease'}