Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱλάειρα
ἵλαος
ἱλαρεία
ἱλαρεύομαι
ἱλάρια
ἱλαροποιέω
ἱλαρός
ἱλαρότης
ἱλαροτραγῳδία
ἱλαρόω
ἰλάρχης
ἰλαρχία
ἴλαρχος
ἱλαρῳδός
ἱλαρῶπις
ἱλάσιμος
ἱλάσκομαι
ἵλασμα
ἱλασμός
ἱλαστήριος
ἱλαστής
View word page
ἰλάρχης
commander of a troop of horse

ShortDef

commander of a troop of horse

Debugging

Headword:
ἰλάρχης
Headword (normalized):
ἰλάρχης
Headword (normalized/stripped):
ιλαρχης
IDX:
42566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42567
Key:

Data

{'content': 'commander of a troop of horse'}