Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰλαδόν
ἱλάειρα
ἵλαος
ἱλαρεία
ἱλαρεύομαι
ἱλάρια
ἱλαροποιέω
ἱλαρός
ἱλαρότης
ἱλαροτραγῳδία
ἱλαρόω
ἰλάρχης
ἰλαρχία
ἴλαρχος
ἱλαρῳδός
ἱλαρῶπις
ἱλάσιμος
ἱλάσκομαι
ἵλασμα
ἱλασμός
ἱλαστήριος
View word page
ἱλαρόω
gladden, brighten
ShortDef
gladden, brighten
Debugging
Headword:
ἱλαρόω
Headword (normalized):
ἱλαρόω
Headword (normalized/stripped):
ιλαροω
IDX:
42565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42566
Key:
Data
{'content': 'gladden, brighten'}