Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἴκτις
ἵκτωρ
ἵκω
ἰλαδόν
ἱλάειρα
ἵλαος
ἱλαρεία
ἱλαρεύομαι
ἱλάρια
ἱλαροποιέω
ἱλαρός
ἱλαρότης
ἱλαροτραγῳδία
ἱλαρόω
ἰλάρχης
ἰλαρχία
ἴλαρχος
ἱλαρῳδός
ἱλαρῶπις
ἱλάσιμος
ἱλάσκομαι
View word page
ἱλαρός
cheerful, gay, merry, joyous
ShortDef
cheerful, gay, merry, joyous
Debugging
Headword:
ἱλαρός
Headword (normalized):
ἱλαρός
Headword (normalized/stripped):
ιλαρος
IDX:
42562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42563
Key:
Data
{'content': 'cheerful, gay, merry, joyous'}