Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰκτίν
ἰκτῖνος
Ἰκτῖνος
ἴκτις
ἵκτωρ
ἵκω
ἰλαδόν
ἱλάειρα
ἵλαος
ἱλαρεία
ἱλαρεύομαι
ἱλάρια
ἱλαροποιέω
ἱλαρός
ἱλαρότης
ἱλαροτραγῳδία
ἱλαρόω
ἰλάρχης
ἰλαρχία
ἴλαρχος
ἱλαρῳδός
View word page
ἱλαρεύομαι
to be joyful, exult

ShortDef

to be joyful, exult

Debugging

Headword:
ἱλαρεύομαι
Headword (normalized):
ἱλαρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ιλαρευομαι
IDX:
42559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42560
Key:

Data

{'content': 'to be joyful, exult'}